Anonymous

κάρπωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρπωμα''': τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· [[κέρδος]], Ἡσύχ. ΙΙ. [[προσφορά]], Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. [[κάρπωσις]]. II.
|lstext='''κάρπωμα''': τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· [[κέρδος]], Ἡσύχ. ΙΙ. [[προσφορά]], Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. [[κάρπωσις]]. II.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fruit.<br />'''Étymologie:''' [[καρπόω]].
}}
}}