Anonymous

κρυόεις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυόεις''': εσσα, εν, = [[κρυερός]], [[παγερός]], [[ψυχρός]], φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· [[συντυχία]] Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς [[πάγος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. [[ὀκρυόεις]].
|lstext='''κρυόεις''': εσσα, εν, = [[κρυερός]], [[παγερός]], [[ψυχρός]], φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· [[συντυχία]] Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς [[πάγος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. [[ὀκρυόεις]].
}}
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui glace d’effroi.<br />'''Étymologie:''' [[κρύος]].
}}
}}