Anonymous

ἀοίδιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοίδιμος''': -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ [[ὄνομα]] ἀποτελεῖ [[θέμα]] ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ [[λέξις]] αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον [[πόμα]], θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· [[ἀοίδιμος]] εὐνομίῃσιν, [[περίφημος]] ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[διαβόητος]], ὡς καὶ [[ὀπίσω]] ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
|lstext='''ἀοίδιμος''': -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ [[ὄνομα]] ἀποτελεῖ [[θέμα]] ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ [[λέξις]] αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον [[πόμα]], θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· [[ἀοίδιμος]] εὐνομίῃσιν, [[περίφημος]] ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[διαβόητος]], ὡς καὶ [[ὀπίσω]] ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> chanté <i>ou</i> digne d’être chanté;<br /><b>2</b> obtenu au moyen d’un chant;<br /><b>3</b> décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]].
}}
}}