3,274,314
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[αἴρω]], πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, [[ἀρτέον]] τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1. | |lstext='''ἀρτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[αἴρω]], πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, [[ἀρτέον]] τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[αἴρω]]. | |||
}} | }} |