Anonymous

ἀρτέον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[αἴρω]], πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, [[ἀρτέον]] τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1.
|lstext='''ἀρτέον''': ῥημ. ἐπιθ. τοῦ [[αἴρω]], πρέπει τις νὰ ἄρῃ ἐκ μέσου, νὰ σηκώσῃ, [[ἀρτέον]] τράπεζαν, ἀπονίψασθαί δοτέον, «νὰ σηκώσουν τὸ τραπέζι καὶ νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[αἴρω]].
}}
}}