Anonymous

λῆψις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῆψις''': -εως, ἡ, ([[λαμβάνω]], λήψομαι) τὸ λαμβάνειν, ἁρπάζειν, πιάνειν, [[ῥύγχος]]... πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Ἀριστ. π. Ζ· Μορ. 3. 1, 15· αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις [[αὐτόθι]] 4. 10, 25· ἀπορώτερος ἡ λ. τῆς πόλεως, ἡ [[κατάληψις]], [[ἅλωσις]] αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν 4. 114, πρβλ. 7. 25. 2) [[ἀποδοχή]], [[παραδοχή]], τὸ λαμβάνειν, κτᾶσθαι, παραλαβή, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι [[λῆψις]] ὧν ἐρᾷ καθ’ ἡμέραν Σοφ. Ἀποσπάσ. 326· ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Πλάτ. Πολ. 346D ἀντίθετ. τῷ [[ἀπόδοσις]] [[αὐτόθι]] 332A· τῷ [[ἀποβολή]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 6· ἐν τῷ πληθ., παραλαβαί, εἰσπράξεις, Πλάτ. Πολ. 343D, Ἀλκ. 1. 123A, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 43, κι ἀλλ. II. προσβολὴ πυρετοῦ ἢ νόσου, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Ἱππ. Ἐπιδ. 944, πρβλ. 453. 40, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3, κ. ἀλλ. III. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ λαμβάνειν τι ὡς δεδομένον, Λατ. sumptio (ἴδε [[λῆμμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3 καὶ 4 IV. ἡ ἐκλογὴ ὕλης ἐν ποιήματι κλπ., Λογγῖν. 10· πρβλ [[λῆμμα]] ΙΙΙ.
|lstext='''λῆψις''': -εως, ἡ, ([[λαμβάνω]], λήψομαι) τὸ λαμβάνειν, ἁρπάζειν, πιάνειν, [[ῥύγχος]]... πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Ἀριστ. π. Ζ· Μορ. 3. 1, 15· αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις [[αὐτόθι]] 4. 10, 25· ἀπορώτερος ἡ λ. τῆς πόλεως, ἡ [[κατάληψις]], [[ἅλωσις]] αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν 4. 114, πρβλ. 7. 25. 2) [[ἀποδοχή]], [[παραδοχή]], τὸ λαμβάνειν, κτᾶσθαι, παραλαβή, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι [[λῆψις]] ὧν ἐρᾷ καθ’ ἡμέραν Σοφ. Ἀποσπάσ. 326· ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Πλάτ. Πολ. 346D ἀντίθετ. τῷ [[ἀπόδοσις]] [[αὐτόθι]] 332A· τῷ [[ἀποβολή]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 6· ἐν τῷ πληθ., παραλαβαί, εἰσπράξεις, Πλάτ. Πολ. 343D, Ἀλκ. 1. 123A, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 43, κι ἀλλ. II. προσβολὴ πυρετοῦ ἢ νόσου, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Ἱππ. Ἐπιδ. 944, πρβλ. 453. 40, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3, κ. ἀλλ. III. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ λαμβάνειν τι ὡς δεδομένον, Λατ. sumptio (ἴδε [[λῆμμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3 καὶ 4 IV. ἡ ἐκλογὴ ὕλης ἐν ποιήματι κλπ., Λογγῖν. 10· πρβλ [[λῆμμα]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, de s’emparer de;<br /><b>2</b> action de recevoir : μισθοῦ PLAT un salaire.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ, cf. [[λαμβάνω]].
}}
}}