Anonymous

ὑπεξίστημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξίστημι''': [[μεθίστημι]], [[μεταβάλλω]] κατ’ ὀλίγον, Ἡσύχ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], [[περιπλέκω]], Καλλιστρ. Ἔκφρ. 892. ΙΙ. Παθητ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀναχωρῶ κρυφίως, Πλουτ. Κάμιλλ. 22, κλπ.· τοῦ νεὼ Λουκ. Ἔρωτ. 171, κλπ.· - ὑπ. τῆς ἀρχῆς, παραιτοῦμαι πάσης ἀξιώσεως, ἀποσύρομαι, ὡς τὸ Λατιν. abiicare se magistratu, Ἡρόδ. 3. 83· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ., ὑπ. ἄρχειν Λουκ. Κρον. 6. 2) μετ’ αἰτ., [[ἀποφεύγω]], ὑπεκστῆναι [[βούλομαι]] τὸν λόγο Πλάτ. Φίληβ. 43Α· πρβλ. [[ὑπεξέρχομαι]] Ι. 3) ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρὸ τοῦ ἀνωτέρου μου, [[κάμνω]] εἰς αὐτὸν τόπον, [[οὔτε]] ὑπεκστήσεταί σοι ὁ [[δοῦλος]] Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 10· - ὑποχωρῶ εἴς τινα, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ Πλουτ. Σόλ. 25, Κάτων Νεώτ. 35.
|lstext='''ὑπεξίστημι''': [[μεθίστημι]], [[μεταβάλλω]] κατ’ ὀλίγον, Ἡσύχ.· [[μάλιστα]] ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], [[περιπλέκω]], Καλλιστρ. Ἔκφρ. 892. ΙΙ. Παθητ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀναχωρῶ κρυφίως, Πλουτ. Κάμιλλ. 22, κλπ.· τοῦ νεὼ Λουκ. Ἔρωτ. 171, κλπ.· - ὑπ. τῆς ἀρχῆς, παραιτοῦμαι πάσης ἀξιώσεως, ἀποσύρομαι, ὡς τὸ Λατιν. abiicare se magistratu, Ἡρόδ. 3. 83· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ., ὑπ. ἄρχειν Λουκ. Κρον. 6. 2) μετ’ αἰτ., [[ἀποφεύγω]], ὑπεκστῆναι [[βούλομαι]] τὸν λόγο Πλάτ. Φίληβ. 43Α· πρβλ. [[ὑπεξέρχομαι]] Ι. 3) ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρὸ τοῦ ἀνωτέρου μου, [[κάμνω]] εἰς αὐτὸν τόπον, [[οὔτε]] ὑπεκστήσεταί σοι ὁ [[δοῦλος]] Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 10· - ὑποχωρῶ εἴς τινα, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ Πλουτ. Σόλ. 25, Κάτων Νεώτ. 35.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεκστήσω, <i>ao.2</i> ὑπεξέστην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> renverser;<br /><b>II.</b> <i>intr. à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> se lever du fond de, sortir furtivement <i>ou</i> tout à coup;<br /><b>2</b> se retirer doucement par déférence <i>ou</i> par crainte : τινι devant qqn ; se désister, renoncer à : τῆς ἀρχῆς HDT au pouvoir ; ἄρχειν LUC à commander.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξίστημι]].
}}
}}