3,276,932
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069. | |lstext='''προπομπός''': -όν, ([[προπέμπω]]) ὁ προπέμπων, ὁ συνοδεύων, [[μάλιστα]] ἐν πομπῇ, πρ. [[λόχος]] Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17· μετ’ αἰτιατ., χοὰς προπομπὸς (χοᾶν προπομπὸς Casaubon, Dind.), ὁ φέρων ἐν πομπῇ χοὰς (ἴδε τὴν λέξιν), Αἰσχύλ. Χο. 23. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ συνοδεύων τινά, [[φύλαξ]], [[ὑπερασπιστής]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1036, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἄλεξ. ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 206· ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Ἀθηνᾶς, [[αὐτόθι]] 1005· ἐπὶ τῶν παρακολουθούντων κηδείαν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1069. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui accompagne, qui escorte ; conducteur, protecteur ; <i>particul.</i> qui suit un convoi funèbre.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]]. | |||
}} | }} |