Anonymous

ἀποβολή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβολή''': ῆς, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, [[ἀπόρριψις]], καὶ τῆς τῶν κατά πόλεμον ὅπλων ἀποβολῆς Πλάτ. Νόμ. 943E κἑξ.· παρὰ γραμμ. ἡ ἀποβολὴ στοιχείου. 2) [[ἀπώλεια]], «χάσιμον», Λατ. jactura. ἀντίθ. τῷ [[κτῆσις]], χρημάτων ἀποβολὴ Πλάτ. Λάχ. 195Ε, Ἀριστ. κτλ.· ἐπιστήμης Πλάτ. Φαίδων 75Ε, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 27· ἐν τῷ πληθ., τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 4.
|lstext='''ἀποβολή''': ῆς, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, [[ἀπόρριψις]], καὶ τῆς τῶν κατά πόλεμον ὅπλων ἀποβολῆς Πλάτ. Νόμ. 943E κἑξ.· παρὰ γραμμ. ἡ ἀποβολὴ στοιχείου. 2) [[ἀπώλεια]], «χάσιμον», Λατ. jactura. ἀντίθ. τῷ [[κτῆσις]], χρημάτων ἀποβολὴ Πλάτ. Λάχ. 195Ε, Ἀριστ. κτλ.· ἐπιστήμης Πλάτ. Φαίδων 75Ε, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 27· ἐν τῷ πληθ., τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de jeter au loin;<br /><b>2</b> perte;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> action de laisser tomber une lettre d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβάλλω]].
}}
}}