Anonymous

σήκωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
|lstext='''σήκωμα''': Δωρ. σάκωμα, τό, ([[σηκόω]]) βάρος ἢ [[σταθμίον]] ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 8, Ὑπερείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 172, Ἀριστ. Μηχαν. 20. 5· σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης, μικρὸν [[εἶναι]] τὸ βάρος τὸ ὁποῖον ῥίπτεις εἰς τὴν πλάστιγγα, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 690· σ. μολύβδινα, βάρη ἐκ μολύβδου ἢ ἀντισηκώματα, Πολύβ. 8. 7, 9· τὸ κατόπιν σ. τῆς προσβολῆς, ἐπὶ τοῦ δόρατος, ὁ αὐτ. 18. 12, 3. 2) = [[ῥοπή]], [[φορά]], [[κλίσις]], βάρος, ὁ αὐτ. 18. 7, 5. 3) [[ἀνταπόδοσις]], [[ἀμοιβή]], Φάλαρ. 57. ΙΙ. = σηκὸς ΙΙ, ἱερὸς [[περίβολος]], ἱερὸς [[τόπος]] περίκλειστος, Εὐρ. Ἠλ. 1274.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br /><b>1</b> poids ; inclinaison de la balance;<br /><b>2</b> contrepoids ; <i>fig.</i> rémunération.<br />'''Étymologie:''' [[σηκόω]].<br /><span class="bld">2</span>ατος (τό) :<br />lieu consacré.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]].
}}
}}