Anonymous

ἀεσίφρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεσίφρων''': -ον, γεν. ονος, = φρεσὶν ἀασθείς, βλαφθεὶς τὸν νοῦν, [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]], Ἰλ. Υ. 183. Ὀδ. Φ. 302, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333: - καὶ [[ἑπομένως]] ἀντὶ ἀασίφρων (ἐκ τοῦ ἀάω, φρὴν) Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἀᾶσαι.
|lstext='''ἀεσίφρων''': -ον, γεν. ονος, = φρεσὶν ἀασθείς, βλαφθεὶς τὸν νοῦν, [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]], Ἰλ. Υ. 183. Ὀδ. Φ. 302, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333: - καὶ [[ἑπομένως]] ἀντὶ ἀασίφρων (ἐκ τοῦ ἀάω, φρὴν) Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἀᾶσαι.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />insensé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀάω]]¹, [[φρήν]].
}}
}}