3,274,873
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀεσίφρων''': -ον, γεν. ονος, = φρεσὶν ἀασθείς, βλαφθεὶς τὸν νοῦν, [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]], Ἰλ. Υ. 183. Ὀδ. Φ. 302, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333: - καὶ [[ἑπομένως]] ἀντὶ ἀασίφρων (ἐκ τοῦ ἀάω, φρὴν) Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἀᾶσαι. | |lstext='''ἀεσίφρων''': -ον, γεν. ονος, = φρεσὶν ἀασθείς, βλαφθεὶς τὸν νοῦν, [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]], Ἰλ. Υ. 183. Ὀδ. Φ. 302, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333: - καὶ [[ἑπομένως]] ἀντὶ ἀασίφρων (ἐκ τοῦ ἀάω, φρὴν) Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἀᾶσαι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />insensé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀάω]]¹, [[φρήν]]. | |||
}} | }} |