3,274,921
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄθῡμος''': -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ [[τύχη]] ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἔνθυμος]], Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. [[εἶναι]] [[πρός]] τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· [[οὕτως]]: ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, [[ἐργάζομαι]] [[ἄνευ]] προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) [[ἄνευ]] θυμοῦ, [[ἤτοι]] ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ [[εὐχάριστος]], ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ [[στίχος]] [[εἶναι]] [[γνήσιος]]). | |lstext='''ἄθῡμος''': -ον, στερούμενος θυμοῦ, θάρρους, ἀμβλὺς τὴν ψυχήν, «χωρὶς καρδιά», [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἀσκελέες καὶ ἄθ., Ὀδ. Κ. 463· κακὸς καὶ ἄθ., Ἡρόδ. 7. 11· οὐ τοῖς ἀθ. ἡ [[τύχη]] ξυλλαμβάνει, Σοφ. Ἀποσπ. 666· πρβλ. Ο. Τ. 319· ἐπὶ ἐθνῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἔνθυμος]], Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2· ἄθ. [[εἶναι]] [[πρός]] τι, δὲν ἔχω διάθεσιν, «καρδίαν» δι’ αὐτό, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· [[οὕτως]]: ἀθύμως ἔχειν [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 5, 4· ἀθύμως διάγειν, ὁ αὐτ. Κύρ. 3. 1, 24· ἀθύμως πονεῖν, [[ἐργάζομαι]] [[ἄνευ]] προθυμίας, «χωρὶς καρδιά», ὁ αὐτ. Οἰκ. 21. 5. 2) [[ἄνευ]] θυμοῦ, [[ἤτοι]] ὀργῆς ἢ πάθους, Πλάτ. Πολ. 411Β, Νόμ. 888Α. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ ἐπιθαρρυντικὸς ἢ [[εὐχάριστος]], ὁδοὺς ἀθύμους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 770 (ἐὰν ὁ [[στίχος]] [[εἶναι]] [[γνήσιος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />découragé, abattu, mal disposé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θυμός]]. | |||
}} | }} |