Anonymous

ἄζωστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) ὁ μὴ ἐζωσμένος [[ἕνεκα]] σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, [[καθόλου]] μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.
|lstext='''ἄζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) ὁ μὴ ἐζωσμένος [[ἕνεκα]] σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, [[καθόλου]] μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la ceinture est dénouée.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ζώννυμι]].
}}
}}