Anonymous

αἰθέριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰθέριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 836. Ἐκ του αἰθέρος, [[ἤτοι]] τοῦ ἀνωτάτου στρώματος τοῦ ἀέρος, καὶ [[ἑπομένως]]· 1) ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Πρ. 157, Θ. 81, Σοφ. Ο. Κ. 1082 κτλ.· αἰθερία ἀνέπτα, ἀνυψώθη εἰς τὸν ἀέρα ἱπταμένη, Εὐρ. Μήδ. 440. Πρβλ. Ἀνδρ. 830. 2) [[αἰθέριος]], [[οὐράνιος]], [[γονή]], Εὐρ. Ἀποσπ. ἔνθ. ἀνωτ. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 9. Παρὰ Τραγικοῖς ἐν χρήσει μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. Ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Κόσμ. 2, 10., 7, 2.
|lstext='''αἰθέριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 836. Ἐκ του αἰθέρος, [[ἤτοι]] τοῦ ἀνωτάτου στρώματος τοῦ ἀέρος, καὶ [[ἑπομένως]]· 1) ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Πρ. 157, Θ. 81, Σοφ. Ο. Κ. 1082 κτλ.· αἰθερία ἀνέπτα, ἀνυψώθη εἰς τὸν ἀέρα ἱπταμένη, Εὐρ. Μήδ. 440. Πρβλ. Ἀνδρ. 830. 2) [[αἰθέριος]], [[οὐράνιος]], [[γονή]], Εὐρ. Ἀποσπ. ἔνθ. ἀνωτ. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 9. Παρὰ Τραγικοῖς ἐν χρήσει μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. Ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Κόσμ. 2, 10., 7, 2.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui s’avance, s’élève <i>ou</i> brille dans les airs ; αἰθέριον [[κίνυγμα]] ESCHL figure suspendue dans les airs.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθήρ]].
}}
}}