Anonymous

αἰγίλιψ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰγίλιψ''': [γῐ], ῐπος, ὁ, ἡ, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ αἴξ, [[λείπω]] = ἐγκαταλελειμμένος καὶ ὑπὸ αἰγῶν ἔτι· ἑπομέν. = [[κρημνώδης]], [[ὄρθιος]]· πέτρη, Ἰλ. Ι. 15 καὶ ἀλλ., ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· [[προσέτι]] καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 794 (λυρ.).
|lstext='''αἰγίλιψ''': [γῐ], ῐπος, ὁ, ἡ, [[ἴσως]] ἐκ τοῦ αἴξ, [[λείπω]] = ἐγκαταλελειμμένος καὶ ὑπὸ αἰγῶν ἔτι· ἑπομέν. = [[κρημνώδης]], [[ὄρθιος]]· πέτρη, Ἰλ. Ι. 15 καὶ ἀλλ., ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ.)· [[προσέτι]] καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Ἱκ. 794 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=ιπος (ὁ, ἡ)<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[αἴξ]], R. Λιπ- peut-être apparentée avec lith. lipti « grimper ».
}}
}}