3,277,020
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἴθυια''': ἡ, θαλάσσιον πτηνόν, πιθανῶς [[εἶδος]] λάρου, Larus marinus, Ὀδ. Ε. 337· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 9, 1· αἴθ. ἰχθυβόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 23, «αἴθιαι, ἐνάλιαι κορῶναι», Ἡσύχ. - Ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν πλοίων, Παυσ. 1. 5, 3. ΙΙ. μεταφ. [[πλοῖον]], Λυκόφρ. 230. | |lstext='''αἴθυια''': ἡ, θαλάσσιον πτηνόν, πιθανῶς [[εἶδος]] λάρου, Larus marinus, Ὀδ. Ε. 337· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 9, 1· αἴθ. ἰχθυβόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 23, «αἴθιαι, ἐνάλιαι κορῶναι», Ἡσύχ. - Ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν πλοίων, Παυσ. 1. 5, 3. ΙΙ. μεταφ. [[πλοῖον]], Λυκόφρ. 230. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mouette, <i>oiseau</i> ; <i>ép. d’Athéna (protectrice des marins)</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> vaisseau.<br />'''Étymologie:''' -. | |||
}} | }} |