Anonymous

ἀηθέσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀηθέσσω''': ποιητ. ἀντὶ ἀηθέω = εἶμαι ἀσυνήθιστος, μ. γεν. ἀήθεσσον γαρ ἔτ’ αὐτῶν, Ἰλ. Κ. 493 (τὸ μόνον Ὁμηρ. [[χωρίον]] ἔνθ’ ἀπαντᾷ)· [[οὕτως]] ἀηθέσσουσα δύης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 38., ἀηθέσσοντες, Νικ. Ἀλεξιφ. 378: ― Παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1. 1171· ἀήθεσον φαίνεται κείμενον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀήθεσσον.
|lstext='''ἀηθέσσω''': ποιητ. ἀντὶ ἀηθέω = εἶμαι ἀσυνήθιστος, μ. γεν. ἀήθεσσον γαρ ἔτ’ αὐτῶν, Ἰλ. Κ. 493 (τὸ μόνον Ὁμηρ. [[χωρίον]] ἔνθ’ ἀπαντᾷ)· [[οὕτως]] ἀηθέσσουσα δύης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 38., ἀηθέσσοντες, Νικ. Ἀλεξιφ. 378: ― Παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1. 1171· ἀήθεσον φαίνεται κείμενον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀήθεσσον.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />n’être pas, n’être plus habitué à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀήθης]].
}}
}}