Anonymous

αἱμασιά: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰσιά''': ἡ, [[τοῖχος]] ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, [[κτίζω]] τοίχους· (ἴδε [[λέγω]], Β. Ι. 2, [[αἱμασιολογέω]]), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ [[ἁπλῶς]] περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, [[αὐτόθι]] 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. [[παῖς]] κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ [[ἐλαία]] ἁ [[ποτὶ]] τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ τοίχου [[εἶναι]] λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ [[αἱμός]]. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).
|lstext='''αἱμᾰσιά''': ἡ, [[τοῖχος]] ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, [[κτίζω]] τοίχους· (ἴδε [[λέγω]], Β. Ι. 2, [[αἱμασιολογέω]]), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ [[ἁπλῶς]] περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, [[αὐτόθι]] 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. [[παῖς]] κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ [[ἐλαία]] ἁ [[ποτὶ]] τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ [[σημασία]] τοῦ τοίχου [[εἶναι]] λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ [[αἱμός]]. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>1</b> épine : αἱμασιὰς λέγειν OD ramasser de l’épine pour une clôture ; clôture d’épines;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> mur de pierres sèches.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμός]].
}}
}}