Anonymous

ἄϊδρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄϊδρις''': ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. [[μετὰ]] γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].
|lstext='''ἄϊδρις''': ι, γεν. ιος καὶ εος, ποιητ. ἐπίθ. ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γιγνώσκων, ἀμαθἠς, Ἰλ. Γ. 219, Πινδ. Π. 2, 68. Συχν. [[μετὰ]] γεν. Ὀδ. Κ. 282. Ἡσ. Ἀσπ. 410, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1105, κτλ. [Ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] φύσει βραχεῖα· θέσει δὲ μακρὰ ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Αἴ. 213 (λυρ.)].
}}
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιος <i>ou</i> εος;<br />ignorant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἴδρις]].
}}
}}