Anonymous

ἄθροισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθροισμα''': τὸ συναθροισθέν, [[συνάθροισις]], λαοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 874. 2) ἡ [[ἐνέργεια]] τῆς συναθροίσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. ΙΙ. παρ’ Ἐπικούρ. τῷ φιλοσόφ. = ἡ συνδρομὴ τῶν ἀτόμων, Διογ. Λ. 8. 66.
|lstext='''ἄθροισμα''': τὸ συναθροισθέν, [[συνάθροισις]], λαοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 874. 2) ἡ [[ἐνέργεια]] τῆς συναθροίσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. ΙΙ. παρ’ Ἐπικούρ. τῷ φιλοσόφ. = ἡ συνδρομὴ τῶν ἀτόμων, Διογ. Λ. 8. 66.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qui est rassemblé :<br /><b>1</b> rassemblement, agglomération (de personnes, de peuples) ; assemblée de fidèles, église;<br /><b>2</b> réunion, cohésion (de choses) ; <i>dans la philo. épicurienne</i>, concours des atomes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀθροίζω]].
}}
}}