3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰόλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, [[στρέφω]] παντοιοτρόπως, ποικίλως, [[τῇδε]] κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. [[ἐόλει]]). ΙΙ. [[ποικίλλω]], Νικ. Θ. 155: - Παθ. [[μεταβάλλω]] [[χρῶμα]], ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι [[χρῶμα]] καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[αἰόλος]], 10. | |lstext='''αἰόλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, [[στρέφω]] παντοιοτρόπως, ποικίλως, [[τῇδε]] κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. [[ἐόλει]]). ΙΙ. [[ποικίλλω]], Νικ. Θ. 155: - Παθ. [[μεταβάλλω]] [[χρῶμα]], ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι [[χρῶμα]] καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[αἰόλος]], 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />agiter vivement en tous sens, faire tourner.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]]. | |||
}} | }} |