Anonymous

αἰόλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰόλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, [[στρέφω]] παντοιοτρόπως, ποικίλως, [[τῇδε]] κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. [[ἐόλει]]). ΙΙ. [[ποικίλλω]], Νικ. Θ. 155: - Παθ. [[μεταβάλλω]] [[χρῶμα]], ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι [[χρῶμα]] καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[αἰόλος]], 10.
|lstext='''αἰόλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, [[στρέφω]] παντοιοτρόπως, ποικίλως, [[τῇδε]] κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. [[ἐόλει]]). ΙΙ. [[ποικίλλω]], Νικ. Θ. 155: - Παθ. [[μεταβάλλω]] [[χρῶμα]], ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι [[χρῶμα]] καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[αἰόλος]], 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />agiter vivement en tous sens, faire tourner.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]].
}}
}}