3,274,816
edits
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰολοθώρηξ''': ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Δ. 489. | |lstext='''αἰολοθώρηξ''': ηκος, ὁ ἔχων ποικίλως ἀπαστράπτοντα θώρακα ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐντὸς τοῦ θώρακός του (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Δ. 489. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ηκος (ὁ, ἡ)<br /><i>ion.</i><br />à la cuirasse étincelante.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[θώραξ]]. | |||
}} | }} |