3,277,114
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἶπος''': -εος, τό, ([[αἰπύς]]) [[ὕψωμα]], [[ἀκρώρεια]], κρημνὸς [[ἀπότομος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. [[ἀπότομος]]: ― πρὸς [[αἶπος]] ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, [[ἀναβαίνω]] [[μετὰ]] κόπου [[ὕψωμα]], Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) [[εἶναι]] ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «[[αἶπος]]· [[κάματος]].» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἐν τῷ κειμένῳ [[εἶναι]] ἆπος). | |lstext='''αἶπος''': -εος, τό, ([[αἰπύς]]) [[ὕψωμα]], [[ἀκρώρεια]], κρημνὸς [[ἀπότομος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. [[ἀπότομος]]: ― πρὸς [[αἶπος]] ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, [[ἀναβαίνω]] [[μετὰ]] κόπου [[ὕψωμα]], Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· [[αἶπος]] ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) [[εἶναι]] ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «[[αἶπος]]· [[κάματος]].» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἐν τῷ κειμένῳ [[εἶναι]] ἆπος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br />escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεται EUR il va gravir l’escarpement <i>en parl. d’une tâche ardue</i>.<br />'''Étymologie:''' [[αἰπύς]]. | |||
}} | }} |