Anonymous

ἀθρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθρέω''': ἢ ἁθρέω, μέλλ. ήσω, (ἴδε Ἐλμσλ. Μήδ. 519): ἀόρ. εὐκτ. ἀθρήσειε· ἀπαρ. ἀθρῆσαι, Ὅμ., Σοφ.: μέσ. ἀόρ. ἀθρήσασθαι, Τίμων 6: ― Ἐπ. μετοχ. ἀθρευομένου, Μανέθ. 6. 60. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ΘΕΡ [[μετὰ]] προθεματικοῦ α· πρβλ. [[θράω]])· = [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς [[πρός]] τι, [[προσβλέπω]], παρατηρῶ, [[διακρίνω]]· ἵνα μή τις Ἀχαιῶν βλήμενον ἀθρήσειε, Ἰλ. Μ. 391· πρβλ. Ξ. 334· [[οὐδέ]] πῃ ἀθρῆσαι δύναμην, (δηλ. Σκύλλην), Ὀδ. Μ. 232· πρβλ. Τ. 478, Εὐρ. Ἑκ. 679, Ἠλ. 827· [οἱ μεθύοντες] ἀθρεῖν τὰ [[πόρρω]] οὐ δύνανται, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 9. 2) [[ἄνευ]] ἢ [[μετὰ]] προθέσεως, [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς· θεῶμαι: ὅτ’ ἐς [[πεδίον]] τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε, Ἰλ. Κ. 11· ἄθρει = παρατήρει, πρόσεχε, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 225· δεῦρ’ ἄθρησον = κύτταξ’ ἐδῶ, Εὐρ. Ἱππ. 300: ― λεύσσετ’ ἀθρήσατε, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1228· οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν = βλέπων, παρατηρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 252. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τοῦ νοῦ = [[βλέπω]] εἴς τι, θεωρῶ διὰ τοῦ νοῦ, [[ἐξετάζω]]· τι, Πινδ. Π. 2. 129· πολλὰ πυθέσθαι, πολλὰ δ’ ἀθρῆσαι, Σοφ. Ο. Τ. 1305· πρβλ. Ο. Κ. 1032· ἄθρησον αὐτό, Εὐρ. Βάκχ. 1282: ― πρβλ. 1327, κτλ., ― ἑπομένης ἐρωτηματ. ἢ ἀναφ. προτάσεως, καὶ ταῦτ’ ἄθρησον εἰ..., θεώρησον καὶ [[ταῦτα]], ἂν..., Σοφ. Ἀντ. 1077, πρβλ. 1216· τόδε τοίνιν ἄθρει πότερον..., Πλάτ. Πολ. 394Ε· ἄθρει μὴ οὐ, ὁ αὐτ. Φαίδων 604Β, Γοργ. 495Β· ἄθρει ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 583Β· ὁ [[Πλάτων]] συνήθως μεταχειρίζεται τὸν τύπον τοῦτον τῆς προστακτ. ἀλλὰ καὶ ἀθρῶ, Παρμ. 144D· ἀθρῶν, Τίμ. 91Ε. 2) ἀπολ. ἄθρησον, = σκέψαι, Εὐρ. Ι. Α. 1416. ΙΙΙ. [[διακρίνω]] διὰ τοῦ νοῦ ἢ τῶν αἰσθήσεων· οὔασιν ἄθρ., Νικ. Θ. 164.
|lstext='''ἀθρέω''': ἢ ἁθρέω, μέλλ. ήσω, (ἴδε Ἐλμσλ. Μήδ. 519): ἀόρ. εὐκτ. ἀθρήσειε· ἀπαρ. ἀθρῆσαι, Ὅμ., Σοφ.: μέσ. ἀόρ. ἀθρήσασθαι, Τίμων 6: ― Ἐπ. μετοχ. ἀθρευομένου, Μανέθ. 6. 60. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ΘΕΡ [[μετὰ]] προθεματικοῦ α· πρβλ. [[θράω]])· = [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς [[πρός]] τι, [[προσβλέπω]], παρατηρῶ, [[διακρίνω]]· ἵνα μή τις Ἀχαιῶν βλήμενον ἀθρήσειε, Ἰλ. Μ. 391· πρβλ. Ξ. 334· [[οὐδέ]] πῃ ἀθρῆσαι δύναμην, (δηλ. Σκύλλην), Ὀδ. Μ. 232· πρβλ. Τ. 478, Εὐρ. Ἑκ. 679, Ἠλ. 827· [οἱ μεθύοντες] ἀθρεῖν τὰ [[πόρρω]] οὐ δύνανται, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 9. 2) [[ἄνευ]] ἢ [[μετὰ]] προθέσεως, [[βλέπω]] [[μετὰ]] προσοχῆς· θεῶμαι: ὅτ’ ἐς [[πεδίον]] τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε, Ἰλ. Κ. 11· ἄθρει = παρατήρει, πρόσεχε, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 225· δεῦρ’ ἄθρησον = κύτταξ’ ἐδῶ, Εὐρ. Ἱππ. 300: ― λεύσσετ’ ἀθρήσατε, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1228· οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν = βλέπων, παρατηρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 252. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τοῦ νοῦ = [[βλέπω]] εἴς τι, θεωρῶ διὰ τοῦ νοῦ, [[ἐξετάζω]]· τι, Πινδ. Π. 2. 129· πολλὰ πυθέσθαι, πολλὰ δ’ ἀθρῆσαι, Σοφ. Ο. Τ. 1305· πρβλ. Ο. Κ. 1032· ἄθρησον αὐτό, Εὐρ. Βάκχ. 1282: ― πρβλ. 1327, κτλ., ― ἑπομένης ἐρωτηματ. ἢ ἀναφ. προτάσεως, καὶ ταῦτ’ ἄθρησον εἰ..., θεώρησον καὶ [[ταῦτα]], ἂν..., Σοφ. Ἀντ. 1077, πρβλ. 1216· τόδε τοίνιν ἄθρει πότερον..., Πλάτ. Πολ. 394Ε· ἄθρει μὴ οὐ, ὁ αὐτ. Φαίδων 604Β, Γοργ. 495Β· ἄθρει ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 583Β· ὁ [[Πλάτων]] συνήθως μεταχειρίζεται τὸν τύπον τοῦτον τῆς προστακτ. ἀλλὰ καὶ ἀθρῶ, Παρμ. 144D· ἀθρῶν, Τίμ. 91Ε. 2) ἀπολ. ἄθρησον, = σκέψαι, Εὐρ. Ι. Α. 1416. ΙΙΙ. [[διακρίνω]] διὰ τοῦ νοῦ ἢ τῶν αἰσθήσεων· οὔασιν ἄθρ., Νικ. Θ. 164.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> observer avec attention, fixer les yeux : ἔς [[τι]] sur qch ; <i>fig.</i> réfléchir à, observer, considérer, acc. ; ἀθρ. [[εἰ]], [[ὅτι]], μὴ [[οὐ]] (<i>lat.</i> vide ne non), examiner, réfléchir si, que, que … ne;<br /><b>2</b> apercevoir, voir, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG origine obscure.
}}
}}