Anonymous

ἀγλευκής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλευκής''': -ές, ([[γλεῦκος]]) οὐχὶ [[γλυκύς]], [[ὀξίνης]] (κ. ’ξινός), [[δριμύς]], [[αὐστηρός]], Ξεν. παρὰ Σουΐδ., [[ὅθεν]] ὁ Zeune παρέλαβε τὴν λέξ. (ἐν συγκρ. τύπ.) καὶ διώρθωσεν ἀντὶ ἀγλυκὴς ἐν Ξεν. Ἱερ. 1. 21. διώρθωσε δὲ καὶ τὰ ἀτερπὲς καὶ ἀκλεέστατον, ἐν Οἰκ. 8. 3 καὶ 4· - [[ἐναντίον]] τοῦ [[γλυκύς]], Ἀριστ. πρβλ. 4. 21. 1· [[οἶνος]], Λουκ. Λεξιφ. 6. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 536. - Μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Θουκυδ., [[δριμύς]], [[σκολιός]], [[δύσκολος]]. Ἑρμογ. - Ἐν Νικ. Ἀλ. 171· [[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀγλευκῆ θάλασσαν, ἀντὶ τοῦ ἀγλεύκην.
|lstext='''ἀγλευκής''': -ές, ([[γλεῦκος]]) οὐχὶ [[γλυκύς]], [[ὀξίνης]] (κ. ’ξινός), [[δριμύς]], [[αὐστηρός]], Ξεν. παρὰ Σουΐδ., [[ὅθεν]] ὁ Zeune παρέλαβε τὴν λέξ. (ἐν συγκρ. τύπ.) καὶ διώρθωσεν ἀντὶ ἀγλυκὴς ἐν Ξεν. Ἱερ. 1. 21. διώρθωσε δὲ καὶ τὰ ἀτερπὲς καὶ ἀκλεέστατον, ἐν Οἰκ. 8. 3 καὶ 4· - [[ἐναντίον]] τοῦ [[γλυκύς]], Ἀριστ. πρβλ. 4. 21. 1· [[οἶνος]], Λουκ. Λεξιφ. 6. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 536. - Μεταφ. ἐπὶ τοῦ ὕφους τοῦ Θουκυδ., [[δριμύς]], [[σκολιός]], [[δύσκολος]]. Ἑρμογ. - Ἐν Νικ. Ἀλ. 171· [[ἴσως]] ἔπρεπε νὰ [[εἶναι]] ἀγλευκῆ θάλασσαν, ἀντὶ τοῦ ἀγλεύκην.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans douceur, amer, âcre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γλεῦκος]].
}}
}}