3,277,114
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰολομίτρης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην ([[ἐπειδὴ]] ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, [[ἤτοι]] τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19. | |lstext='''αἰολομίτρης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην ([[ἐπειδὴ]] ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε [[αἰόλος]]), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, [[ἤτοι]] τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />au ceinturon de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[μίτρα]]. | |||
}} | }} |