Anonymous

ἄθαπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθαπτος''': -ον, ὁ μὴ τεθαμμένος, Ἰλ. Χ. 386. Τραγ. κτλ.· ἄθαπτον ὠθεῖν, βάλλειν, ἐᾶν τινα, Σοφ. Αἴ. 1307, 1333, Ἀντ. 205. ΙΙ. [[ἀνάξιος]] ταφῆς, Ἀνθ. Π. 9. 498.
|lstext='''ἄθαπτος''': -ον, ὁ μὴ τεθαμμένος, Ἰλ. Χ. 386. Τραγ. κτλ.· ἄθαπτον ὠθεῖν, βάλλειν, ἐᾶν τινα, Σοφ. Αἴ. 1307, 1333, Ἀντ. 205. ΙΙ. [[ἀνάξιος]] ταφῆς, Ἀνθ. Π. 9. 498.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans sépulture.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θάπτω]].
}}
}}