Anonymous

ἄϊστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄϊστος''': -ον, συνῃρ. ᾆστος, Αἰσχύλ. ([[ἰδεῖν]], πρβλ. [[ἀϊδής]], [[ἀΐδηλος]]): = ποιητ. ἐπίθ., [[ἀόρατος]], [[ἄφαντος]]· καί κέ μ’ ἄϊστον ἀπ’ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ, Ἰλ. Ξ. 258· κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάτων, Ὀδ. Α. 235· ᾤχετ’ [[ἄϊστος]], ἄπυστος, [[αὐτόθι]] 242· ὤλετ’ [[ἄκλαυτος]], ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· βωμοὶ δ’ ἄϊστοι, ὁ αὐτ. Πέρσ. 811· ἐν ἀΐστοις τελέθων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 465· ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (προληπτικῶς ἀντὶ τοῦ [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἄϊστον), ὁ αὐτ. Ἱκ. 881, πρβλ. Πρ. 910: ― μεταγεν. ἐπίρρ. ἀΐστως, θυμόν ὄλεσσαν ― ἀδόξως, ἀσήμως, Μανέθ. 3. 263. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων τι, ἄτας ἐμᾱς ἄϊτος, Εὐρ. Τρῳ. 1313, πρβλ. 1321. 2) παρὰ Στησιχ. Ἀποστ. 97 (Kleine) εἶνε ἀμφίβολ. ὡς ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἴδε Δινδ. εἰς Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 964· Bgk ad Lampr. 1.
|lstext='''ἄϊστος''': -ον, συνῃρ. ᾆστος, Αἰσχύλ. ([[ἰδεῖν]], πρβλ. [[ἀϊδής]], [[ἀΐδηλος]]): = ποιητ. ἐπίθ., [[ἀόρατος]], [[ἄφαντος]]· καί κέ μ’ ἄϊστον ἀπ’ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ, Ἰλ. Ξ. 258· κεῖνον μὲν ἄϊστον ἐποίησαν περὶ πάτων, Ὀδ. Α. 235· ᾤχετ’ [[ἄϊστος]], ἄπυστος, [[αὐτόθι]] 242· ὤλετ’ [[ἄκλαυτος]], ᾆστος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 565· βωμοὶ δ’ ἄϊστοι, ὁ αὐτ. Πέρσ. 811· ἐν ἀΐστοις τελέθων, ὁ αὐτ. Ἀγ. 465· ἀποτρέψειεν ἄϊστον ὕβριν (προληπτικῶς ἀντὶ τοῦ [[ὥστε]] [[εἶναι]] ἄϊστον), ὁ αὐτ. Ἱκ. 881, πρβλ. Πρ. 910: ― μεταγεν. ἐπίρρ. ἀΐστως, θυμόν ὄλεσσαν ― ἀδόξως, ἀσήμως, Μανέθ. 3. 263. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ γινώσκων τι, ἄτας ἐμᾱς ἄϊτος, Εὐρ. Τρῳ. 1313, πρβλ. 1321. 2) παρὰ Στησιχ. Ἀποστ. 97 (Kleine) εἶνε ἀμφίβολ. ὡς ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἴδε Δινδ. εἰς Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 964· Bgk ad Lampr. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>p. contr.</i> [[αἶστος]];<br /><b>1</b> devenu invisible, qui a disparu, anéanti;<br /><b>2</b> qui ne connaît pas, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἰδεῖν]].
}}
}}