Anonymous

ἀερσίπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀερσίπους''': ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν [[πόδα]], ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.
|lstext='''ἀερσίπους''': ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν [[πόδα]], ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui lève le pied, rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]].
}}
}}