3,277,121
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀερσίπους''': ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν [[πόδα]], ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211. | |lstext='''ἀερσίπους''': ὁ , ἡ, -πουν, τό, = ὁ αἴρων ὑψηλὰ τὸν [[πόδα]], ζωηρῶς ἀναπηδῶν, ἵπποι ἀερσίποδες, Ἰλ. Σ. 532: συνῃρ. ἀρσίποδες, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 211. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />qui lève le pied, rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |