Anonymous

ἄδετος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδετος''': -ον, (δέω) ὁ μὴ δεδεμένος, [[λυτός]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἄδ. [[πλόκος]], Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 73. 2) [[ἐλεύθερος]], Δημ. 753. 1: ὁ μὴ ἐλθὼν εἰς γάμον, Ἐκκλ. 3) ὁ [[ἄνευ]] ὑποδημάτων, [[ἀνυπόδητος]], Φιλόστρ. 921.
|lstext='''ἄδετος''': -ον, (δέω) ὁ μὴ δεδεμένος, [[λυτός]], Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἄδ. [[πλόκος]], Χριστοδώρ. Ἔκφρ. 73. 2) [[ἐλεύθερος]], Δημ. 753. 1: ὁ μὴ ἐλθὼν εἰς γάμον, Ἐκκλ. 3) ὁ [[ἄνευ]] ὑποδημάτων, [[ἀνυπόδητος]], Φιλόστρ. 921.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non lié, libre;<br /><b>2</b> non assujetti, relâché HPC;<br /><b>3</b> qui n’a pas de chaussures liées aux pieds, qui est pieds nus.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δέω]]¹.
}}
}}