Anonymous

αἰνοπαθής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰνοπᾰθής''': -ές, = ὁ ὑφιστάμενος δεινὰ παθήματα, Ὀδ. Σ. 201. Ἀνθ., κτλ.
|lstext='''αἰνοπᾰθής''': -ές, = ὁ ὑφιστάμενος δεινὰ παθήματα, Ὀδ. Σ. 201. Ἀνθ., κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui souffre des maux affreux.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνός]], [[πάθος]].
}}
}}