Anonymous

αἱμοβόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμοβόρος''': -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν [[αἷμα]], ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = [[ἀκόρεστος]] αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· [[ἔχιδνα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1152.
|lstext='''αἱμοβόρος''': -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν [[αἷμα]], ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = [[ἀκόρεστος]] αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· [[ἔχιδνα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}