3,270,813
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκᾰκος''': -ον, ὁ μὴ γινώσκων τὸ κακόν, [[ἀθῷος]], [[εὐμενής]], [[πρᾶος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 664, Πλάτ. Τίμ. 91D. 2) [[ἁπλοϊκός]], πολὺ ὅμοιον τῷ [[εὐήθης]] καὶ [[ἁπλοῦς]], Δημ. 1153, 11., 1164. 13· ἀκ. ἀνθρώπων [[τρόπος]], Ἀναξιλ. Ἄδηλ. 1. - Ἐπίρρ. -κως, Δημ. 1154. 18. | |lstext='''ἄκᾰκος''': -ον, ὁ μὴ γινώσκων τὸ κακόν, [[ἀθῷος]], [[εὐμενής]], [[πρᾶος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 664, Πλάτ. Τίμ. 91D. 2) [[ἁπλοϊκός]], πολὺ ὅμοιον τῷ [[εὐήθης]] καὶ [[ἁπλοῦς]], Δημ. 1153, 11., 1164. 13· ἀκ. ἀνθρώπων [[τρόπος]], Ἀναξιλ. Ἄδηλ. 1. - Ἐπίρρ. -κως, Δημ. 1154. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans méchanceté;<br /><b>2</b> sans malice, ingénu, simple.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κακός]]. | |||
}} | }} |