3,277,180
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ. | |lstext='''αἱματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />d’un rouge sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], -ωδης. | |||
}} | }} |