Anonymous

αἱματώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.
|lstext='''αἱματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />d’un rouge sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], -ωδης.
}}
}}