Anonymous

αἴγλη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴγλη''': ἡ, [[κυρίως]] τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, [[λαμπηδών]], Ὀδ. Δ. 45, κτλ.· ἀκολούθως, [[ἁπλῶς]] τὸ φῶς τῆς ἡμέρας· λευκὴ [[αἴγλη]], Ὁδ. Ζ. 45· εἰς αἴγλαν [[μολεῖν]], ἐλθεῖν εἰς τὸ φῶς, ὃ ἐ. γεννηθῆναι, Πινδ. Ν. 1. 55· Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Σοφ. Ἀντ. 610 (λυρ.): - Περὶ τοῦ Σοφ. Φ. 831 (λυρ.) ἴδε ἐν λέξ. [[ἀντέχω]], Ι. 2) πᾶσα περιαστράπτουσα [[στιλπνότης]] ἢ [[λάμψις]], [[αἴγλη]] χαλκοῦ, ἡ [[λάμψις]] τοῦ ἐνστιλπνωμένου χαλκοῦ, Ἰλ. Β. 458· τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, τὰς λάμψεις τῶν πυρσῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Τ. 208 (λυρ.)· μέλαιναν αἴγλαν, τὴν [[μετὰ]] καπνοῦ λάμψιν, τὴν ἐκπεμπομένην ἐκ σβεννυομένης πλέον πυρκαϊᾶς, Εὐρ. Τρῳ. 549· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου atro lumine taedas Aen. 7, 456. 3) μεταφ. [[λαμπρότης]], [[δόξα]]· [[αἴγλη]] ποδῶν ἐπὶ ταχύτητος, Πινδ. Ο. 13, 49· διόσδοτος αἴγλα, ὁ αὐτ. Π. 8. 136. II. ὁ Ἡσυχ. ἀναφέρει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 524) ὡς = χλιδών, [[ψέλλιον]]· καὶ ἐκ τοῦ Ἐπιχ. ὡς [[πέδη]], [[δεσμός]]. Ἐν τοῖς Α. Β. 354, φέρονται καὶ τὰ ἑξῆς περὶ τῆς λέξεως ταύτης: «Αἴγλη, [[λαμπηδών]], [[αὐγή]], [[φέγγος]], φῶς, καὶ ἡ [[θυσία]] δὲ ἡ [[ὑπὲρ]] τοῦ κατακλυσμοῦ εἰς Δελφοὺς ἀπαγομένη [[αἴγλη]] ἐκαλεῖτο, καὶ ποπάνου τι [[εἶδος]], ἐν ᾧ διεπλάσσετο εἴδωλα, καὶ [[βόλος]] [[φαῦλος]], κυβευτικὸς [[αἴγλη]] ἐκαλεῖτο, ἀλλὰ καὶ ἡ [[σελήνη]] καὶ τοῦ ζυγοῦ τὸ περίμεσον, καὶ [[παιδιά]] τις ἐκαλεῖτο [[αἴγλη]], καὶ ὁ [[Ἀσκληπιός]], καὶ χλιδὼν δέ τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο· [[ἔνιοι]] δέ φασι σημαίνειν καὶ τὸν περιπόδιον κόσμον ἢ τὸν ἀμφιδέα, ἢ [[ἁπλῶς]] [[ψέλλιον]]· σημαίνει δὲ καὶ τὴν πέδην ἡ [[αἴγλη]], ὡς παρ’ ’Επιχάρμῳ.»
|lstext='''αἴγλη''': ἡ, [[κυρίως]] τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, [[λαμπηδών]], Ὀδ. Δ. 45, κτλ.· ἀκολούθως, [[ἁπλῶς]] τὸ φῶς τῆς ἡμέρας· λευκὴ [[αἴγλη]], Ὁδ. Ζ. 45· εἰς αἴγλαν [[μολεῖν]], ἐλθεῖν εἰς τὸ φῶς, ὃ ἐ. γεννηθῆναι, Πινδ. Ν. 1. 55· Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν, Σοφ. Ἀντ. 610 (λυρ.): - Περὶ τοῦ Σοφ. Φ. 831 (λυρ.) ἴδε ἐν λέξ. [[ἀντέχω]], Ι. 2) πᾶσα περιαστράπτουσα [[στιλπνότης]] ἢ [[λάμψις]], [[αἴγλη]] χαλκοῦ, ἡ [[λάμψις]] τοῦ ἐνστιλπνωμένου χαλκοῦ, Ἰλ. Β. 458· τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, τὰς λάμψεις τῶν πυρσῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Τ. 208 (λυρ.)· μέλαιναν αἴγλαν, τὴν [[μετὰ]] καπνοῦ λάμψιν, τὴν ἐκπεμπομένην ἐκ σβεννυομένης πλέον πυρκαϊᾶς, Εὐρ. Τρῳ. 549· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου atro lumine taedas Aen. 7, 456. 3) μεταφ. [[λαμπρότης]], [[δόξα]]· [[αἴγλη]] ποδῶν ἐπὶ ταχύτητος, Πινδ. Ο. 13, 49· διόσδοτος αἴγλα, ὁ αὐτ. Π. 8. 136. II. ὁ Ἡσυχ. ἀναφέρει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 524) ὡς = χλιδών, [[ψέλλιον]]· καὶ ἐκ τοῦ Ἐπιχ. ὡς [[πέδη]], [[δεσμός]]. Ἐν τοῖς Α. Β. 354, φέρονται καὶ τὰ ἑξῆς περὶ τῆς λέξεως ταύτης: «Αἴγλη, [[λαμπηδών]], [[αὐγή]], [[φέγγος]], φῶς, καὶ ἡ [[θυσία]] δὲ ἡ [[ὑπὲρ]] τοῦ κατακλυσμοῦ εἰς Δελφοὺς ἀπαγομένη [[αἴγλη]] ἐκαλεῖτο, καὶ ποπάνου τι [[εἶδος]], ἐν ᾧ διεπλάσσετο εἴδωλα, καὶ [[βόλος]] [[φαῦλος]], κυβευτικὸς [[αἴγλη]] ἐκαλεῖτο, ἀλλὰ καὶ ἡ [[σελήνη]] καὶ τοῦ ζυγοῦ τὸ περίμεσον, καὶ [[παιδιά]] τις ἐκαλεῖτο [[αἴγλη]], καὶ ὁ [[Ἀσκληπιός]], καὶ χλιδὼν δέ τις [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο· [[ἔνιοι]] δέ φασι σημαίνειν καὶ τὸν περιπόδιον κόσμον ἢ τὸν ἀμφιδέα, ἢ [[ἁπλῶς]] [[ψέλλιον]]· σημαίνει δὲ καὶ τὴν πέδην ἡ [[αἴγλη]], ὡς παρ’ ’Επιχάρμῳ.»
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> éclat du soleil ; lumière du jour;<br /><b>2</b> éclat, lueur <i>en gén.</i> ; [[αἱ]] αἶγλαι torches <i>ou</i> flambeaux allumés ; <i>fig.</i> sérénité.<br />'''Étymologie:''' pour *ἀγίλη feu ; cf. <i>lat.</i> ignis.
}}
}}