Anonymous

αἱμακτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
|lstext='''αἱμακτός''': ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[αἱμάσσω]], ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]].
}}
}}