Anonymous

αἴθυγμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴθυγμα''': -ατος, τό, ([[αἰθύσσω]]) = [[σπινθήρ]]: μεταφ., αἴθ. εὐνοίας, δόξης, Πολύβ. 4. 35, 7., 20. 5, 4, πρβλ. Πλουτ. 2. 966, 21.
|lstext='''αἴθυγμα''': -ατος, τό, ([[αἰθύσσω]]) = [[σπινθήρ]]: μεταφ., αἴθ. εὐνοίας, δόξης, Πολύβ. 4. 35, 7., 20. 5, 4, πρβλ. Πλουτ. 2. 966, 21.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lueur, rayonnement (de gloire, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἴθω]].
}}
}}