Anonymous

αἰχμαλωτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰχμᾱλωτικός''': ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.
|lstext='''αἰχμᾱλωτικός''': ή όν, ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αἰχμάλωτον, Εὐρ. Τρῳ. 871.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de prisonnier de guerre, de captif.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμάλωτος]].
}}
}}