Anonymous

ἀκέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέομαι''': [ᾰ], Ἰων. προστ. ἄκεο (ἀντὶ ἀκέεο), Ἡρόδ. 3. 40. Ἐπ. μετοχ. [[ἀκειόμενος]], Ἰλ. Π. 29, Ὀδ. Ξ. 383, [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Π. 9. 180: μέλλ. ἀκέσομαι, Δίων Κ. 38. 19. Ἐπ. ἀκέσσομαι, Μουσαῖος 199, Ἀττ. ἀκοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 364C: ἀόρ. ἠκεσάμην, Ἐπ. προστ. ἄκεσσαι, κτλ.: ἴδε ἐν τέλ.: Ἀποθ. Ι. μεταβ. [[θεραπεύω]], μετ’ αἰτ. τοῦ θεραπευομένου πράγματος, [[ἕλκος]] ἄκεσσαι, θεράπευσον τὸ [[ἕλκος]], Ἰλ. Π. 523· ἕλκε’ ἀκειόμενοι, Π. 29· ψώρην ἀκέσασθαι, Ἡρόδ. 4. 90· ἢ μέρους τοῦ θεραπευομένου, [[βλέφαρον]] ἀκέσαιο τυφλόν, Εὐρ. Ἑκ. 1067· [[ὡσαύτως]] δὲ καὶ τοῦ θεραπευομένου προσώπου, ἐπὶ ... φάρμακα [[πάσσων]] ἠκέσατ’, ἐθεράπευσεν αὐτὸν τοῦ τραύματος, Ἰλ. Ε. 402, 901, πρβλ. 448· [[μετὰ]] γεν. τοῦ νοσήματος, νούσου ... μ’ ἀκέσω βαρυαλγέος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 803· πρβλ. Παυσ. 8. 18, 8. 2) [[καταπαύω]], πίον τ’ ἀκέοντό τε δίψαν, Ἰλ. Χ. 2. πρβλ. Πινδ. Π. 9, 180. 3) [[καθόλου]], διορθῶ, [[ἐπισκευάζω]], νῆας [[ἀκειόμενος]], Ὀδ. Ξ. 383· [[συχνάκις]] ἐπὶ ῥάπτου ἢ σανδαλοποιοῦ, ὡς τὸ Λατ. resarcire, Λουκ. Δραπέτ. 33, Νεκυομ. 37· ἐπὶ [[ἀράχνης]] ἐπισκευαζούσης τὸν ἱστόν της, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 39, 4· πρβλ. [[ἀκεστής]], [[ἀκεστικός]]. 4) μεταφ., ἀκ. ἁμαρτάδα, Ἡρόδ. 1. 167· τὰ ἐπιφερόμενα, ὁ αὐτ. 3. 16· κακόν, [[ἄχος]], Σοφ. Ἀντιγ. 1027, Τρ. 1035, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 199· [[μήνιμα]], Ἀντιφ. 128. 4· [[ἀδίκημα]], Πλάτ. Πολ. 364C· ἀπορίας, Ξεν. Ἀπομ. 2. 7. 1. ΙΙ. ἀμετάβ. ἢ ἀπόλ., [[εὑρίσκω]] [[φάρμακον]], συμβιβάζομαι, ἀλλ’ ἀκεώμεθα [[θᾶσσον]]· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν, Ἰλ. Ν. 115· ἀλλ’ ἀκέσασθε, φίλοι, Ὀδ. Κ. 69· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 40, Πλάτ. Φίληβ. 30B. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[ἀκέω]], ἀπαντᾷ ἐν Ψευδο-Ἱππ. 412, 34, Συλλ. Ἐπιγρ. 511, 18· πρβλ. [[ἐξακέομαι]] καὶ ἀκέεται, [[μετὰ]] παθ. σημασ. Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 1, 1· ἀκεομένου τοῦ κακοῦ, ὁ αὐτ. Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ἀόρ. ἀκεσθῆναι, Παυσ. 2. 27, 3.
|lstext='''ἀκέομαι''': [ᾰ], Ἰων. προστ. ἄκεο (ἀντὶ ἀκέεο), Ἡρόδ. 3. 40. Ἐπ. μετοχ. [[ἀκειόμενος]], Ἰλ. Π. 29, Ὀδ. Ξ. 383, [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ. Π. 9. 180: μέλλ. ἀκέσομαι, Δίων Κ. 38. 19. Ἐπ. ἀκέσσομαι, Μουσαῖος 199, Ἀττ. ἀκοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 364C: ἀόρ. ἠκεσάμην, Ἐπ. προστ. ἄκεσσαι, κτλ.: ἴδε ἐν τέλ.: Ἀποθ. Ι. μεταβ. [[θεραπεύω]], μετ’ αἰτ. τοῦ θεραπευομένου πράγματος, [[ἕλκος]] ἄκεσσαι, θεράπευσον τὸ [[ἕλκος]], Ἰλ. Π. 523· ἕλκε’ ἀκειόμενοι, Π. 29· ψώρην ἀκέσασθαι, Ἡρόδ. 4. 90· ἢ μέρους τοῦ θεραπευομένου, [[βλέφαρον]] ἀκέσαιο τυφλόν, Εὐρ. Ἑκ. 1067· [[ὡσαύτως]] δὲ καὶ τοῦ θεραπευομένου προσώπου, ἐπὶ ... φάρμακα [[πάσσων]] ἠκέσατ’, ἐθεράπευσεν αὐτὸν τοῦ τραύματος, Ἰλ. Ε. 402, 901, πρβλ. 448· [[μετὰ]] γεν. τοῦ νοσήματος, νούσου ... μ’ ἀκέσω βαρυαλγέος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 803· πρβλ. Παυσ. 8. 18, 8. 2) [[καταπαύω]], πίον τ’ ἀκέοντό τε δίψαν, Ἰλ. Χ. 2. πρβλ. Πινδ. Π. 9, 180. 3) [[καθόλου]], διορθῶ, [[ἐπισκευάζω]], νῆας [[ἀκειόμενος]], Ὀδ. Ξ. 383· [[συχνάκις]] ἐπὶ ῥάπτου ἢ σανδαλοποιοῦ, ὡς τὸ Λατ. resarcire, Λουκ. Δραπέτ. 33, Νεκυομ. 37· ἐπὶ [[ἀράχνης]] ἐπισκευαζούσης τὸν ἱστόν της, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 39, 4· πρβλ. [[ἀκεστής]], [[ἀκεστικός]]. 4) μεταφ., ἀκ. ἁμαρτάδα, Ἡρόδ. 1. 167· τὰ ἐπιφερόμενα, ὁ αὐτ. 3. 16· κακόν, [[ἄχος]], Σοφ. Ἀντιγ. 1027, Τρ. 1035, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 199· [[μήνιμα]], Ἀντιφ. 128. 4· [[ἀδίκημα]], Πλάτ. Πολ. 364C· ἀπορίας, Ξεν. Ἀπομ. 2. 7. 1. ΙΙ. ἀμετάβ. ἢ ἀπόλ., [[εὑρίσκω]] [[φάρμακον]], συμβιβάζομαι, ἀλλ’ ἀκεώμεθα [[θᾶσσον]]· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν, Ἰλ. Ν. 115· ἀλλ’ ἀκέσασθε, φίλοι, Ὀδ. Κ. 69· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 40, Πλάτ. Φίληβ. 30B. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[ἀκέω]], ἀπαντᾷ ἐν Ψευδο-Ἱππ. 412, 34, Συλλ. Ἐπιγρ. 511, 18· πρβλ. [[ἐξακέομαι]] καὶ ἀκέεται, [[μετὰ]] παθ. σημασ. Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 1, 1· ἀκεομένου τοῦ κακοῦ, ὁ αὐτ. Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ἀόρ. ἀκεσθῆναι, Παυσ. 2. 27, 3.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἀκέω]].
}}
}}