Anonymous

ἄκατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκᾰτος''': [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν [[πλοῖον]], [[λέμβος]], Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. [[ἀκάτιον]], [[καθόλου]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. [[ποτήριον]] ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. [[ἀκάτιον]], ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139.
|lstext='''ἄκᾰτος''': [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν [[πλοῖον]], [[λέμβος]], Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. [[ἀκάτιον]], [[καθόλου]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. [[ποτήριον]] ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. [[ἀκάτιον]], ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ, ὁ)<br /><b>1</b> navire léger, brigantin, bateau de transport;<br /><b>2</b> navire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu, à cause de la forme allongée de ces bateaux.
}}
}}