3,273,773
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκᾰτος''': [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν [[πλοῖον]], [[λέμβος]], Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. [[ἀκάτιον]], [[καθόλου]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. [[ποτήριον]] ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. [[ἀκάτιον]], ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139. | |lstext='''ἄκᾰτος''': [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν [[πλοῖον]], [[λέμβος]], Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. [[ἀκάτιον]], [[καθόλου]], [[πλοῖον]], Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. [[ποτήριον]] ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. [[ἀκάτιον]], ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ, ὁ)<br /><b>1</b> navire léger, brigantin, bateau de transport;<br /><b>2</b> navire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu, à cause de la forme allongée de ces bateaux. | |||
}} | }} |