3,277,114
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1. | |lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet suspendu;<br /><b>2</b> ce qui sert à suspendre (corde, câble, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἰωρέω]]. | |||
}} | }} |