3,276,318
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμᾰτόεις''': όεσσα, όεν, συνῃρ. αἱματοῦς, οῦσσα, (ἐκ διορθ. τοῦ Πόρσ. ἐν Ο. Τ. 1279, χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ ἀντὶ χαλάζης αἵματος·), -οῦν, = [[αἱματηρός]], Ἰλ. Ε. 82. 2) αἱματόχρους ἢ ἐξ αἵματος· ψιάδες, σμῶδιξ, Π. 459, Β. 267· αἱματόεν [[ῥέθος]] αἰσχύνει, ἐπισκιάζει τὸ ἐρυθριῶν [[πρόσωπον]], Σοφ. Ἀντ. 529· [οὕτω τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικ’, [[ἐρύθημα]] προσώπου, ἐν Εὐρ. Φοιν. 1488). 3) [[αἱματηρός]], [[φόνιος]], [[πόλεμος]], κτλ., Ἰλ. Ι. 650· [[ἔρις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 699· βλαχαί, ὁ αὐτ. Θ. 348. | |lstext='''αἱμᾰτόεις''': όεσσα, όεν, συνῃρ. αἱματοῦς, οῦσσα, (ἐκ διορθ. τοῦ Πόρσ. ἐν Ο. Τ. 1279, χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ ἀντὶ χαλάζης αἵματος·), -οῦν, = [[αἱματηρός]], Ἰλ. Ε. 82. 2) αἱματόχρους ἢ ἐξ αἵματος· ψιάδες, σμῶδιξ, Π. 459, Β. 267· αἱματόεν [[ῥέθος]] αἰσχύνει, ἐπισκιάζει τὸ ἐρυθριῶν [[πρόσωπον]], Σοφ. Ἀντ. 529· [οὕτω τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικ’, [[ἐρύθημα]] προσώπου, ἐν Εὐρ. Φοιν. 1488). 3) [[αἱματηρός]], [[φόνιος]], [[πόλεμος]], κτλ., Ἰλ. Ι. 650· [[ἔρις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 699· βλαχαί, ὁ αὐτ. Θ. 348. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>I.</b> sanglant;<br /><b>1</b> arrosé, couvert de sang;<br /><b>2</b> marqué par l’effusion du sang (meurtre);<br /><b>3</b> rouge comme du sang;<br /><b>II.</b> de sang, sanguin.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]]. | |||
}} | }} |