Anonymous

ἀκερσεκόμης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκερσεκόμης''': -ου, ὁ, ([[κείρω]], [[κόμη]]) ὁ ἔχων τὴν κόμην μὴ κεκαρμένην, ἀεὶ [[νέος]] ([[ἐπειδὴ]] οἱ Ἕλληνες νεανίαι ἔτρεφον μακρὰν κόμην μέχρις ἀνδρικῆς ἡλικίας), ἐπίθ. τοῦ Φοίβου, Ἰλ. Υ. 39, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 134, Πινδ. Π. 3. 26, καὶ μεταγεν. Ποιητ.: πρβλ [[ἀκειρεκόμης]]: ―ὁ Νόνν. ἔχει δοτ. πληθ. ἀκερσεκόμοισιν, Διον. 14, 232.
|lstext='''ἀκερσεκόμης''': -ου, ὁ, ([[κείρω]], [[κόμη]]) ὁ ἔχων τὴν κόμην μὴ κεκαρμένην, ἀεὶ [[νέος]] ([[ἐπειδὴ]] οἱ Ἕλληνες νεανίαι ἔτρεφον μακρὰν κόμην μέχρις ἀνδρικῆς ἡλικίας), ἐπίθ. τοῦ Φοίβου, Ἰλ. Υ. 39, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 134, Πινδ. Π. 3. 26, καὶ μεταγεν. Ποιητ.: πρβλ [[ἀκειρεκόμης]]: ―ὁ Νόνν. ἔχει δοτ. πληθ. ἀκερσεκόμοισιν, Διον. 14, 232.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />à la chevelure non tondue, à la longue chevelure, <i>fig.</i> dans la force de la jeunesse.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κείρω]], [[κόμη]].
}}
}}