3,273,248
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκολουθέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀκόλουθος]], ἕπομαί τινι, ἢ [[ὑπάγω]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ δούλων: ― συντάσσ. τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., Ἀριστοφ. Πλ. 19, κτλ.· ἀκ. τῷ ἡγουμένῳ, Πλάτ. Πολ. 474C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., ἀκ. μετά τινος, Πλάτ. Λάχ. 187Ε, Λυσίας 193. 18, κτλ.· τοῖς σώμασι μετ’ ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ’ εὐνοίαις μεθ’ ἡμῶν ἦσαν, Ἰσοκρ. 299C· ἀκ. σύν τινι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 3· κατόπιν τινός, Ἀριστοφ. Πλ. 13· σπανιώτατα μετ’ αἰτιατ. ὡς παρὰ Μενάνδ. Ἀδήλ. 32· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 354: ― ἀπολ. [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀκ. ἐφ’ ἁρπαγῆς ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 2. 98· ἀκολουθῶν, ὁ, ὡς οὐσιαστ., = [[ἀκόλουθος]] Ι, Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 3. ΙΙ. μεταφ., ἀκολουθῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἀφίνομαι νὰ ὁδηγηθῶ ὑπό τινος εἴς τι, τῇ γνώμῃ τινός, Θουκ. 3. 38· τοῖς πράγμασιν, τοῖς καιροῖς, ἀκολουθῶ τὰ πράγματα, κτλ., Δημ. 51. 14., 730. 18: [[ὑπακούω]], τοῖς νόμοις, Ἀνδοκ. 31. 35. 2) παρακολουθῶ τὴν συνέχειαν λόγου τινός, Πλάτ. Φαίδ. 107Β, κτλ. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀκολουθῶ μετά τι, [[γίνομαι]] ὡς συμπέρασμά τινος, [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, ἀκολουθεῖν τοῖς εἰρημένοις, Πλάτ. Πολ. 332D· εὐλογίᾳ…. εὐηθείᾳ ἀκ., [[αὐτόθι]] 400Ε, πρβλ. 398D: ἀκολουθῶ τὴν ἀναλογίαν τινός, [[εἰμὶ]] [[ὅμοιος]] [[πρός]] τι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2 . 1, 3, καὶ ἀλλ. 4) ἀπολύτως, ἀκολουθεῖ, ἕπεται, Λατ. sequitur, ὁ αὐτ. Κατηγ. 12. 2. - Μόνον παρ’ Ἀττ. κωμῳδοποιοῖς καὶ πεζογράφοις· πρβλ. [[ἀκόλουθος]]. | |lstext='''ἀκολουθέω''': μέλλ. -ήσω, εἶμαι [[ἀκόλουθος]], ἕπομαί τινι, ἢ [[ὑπάγω]] μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ δούλων: ― συντάσσ. τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., Ἀριστοφ. Πλ. 19, κτλ.· ἀκ. τῷ ἡγουμένῳ, Πλάτ. Πολ. 474C· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθ., ἀκ. μετά τινος, Πλάτ. Λάχ. 187Ε, Λυσίας 193. 18, κτλ.· τοῖς σώμασι μετ’ ἐκείνων ἠκολούθουν, ταῖς δ’ εὐνοίαις μεθ’ ἡμῶν ἦσαν, Ἰσοκρ. 299C· ἀκ. σύν τινι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 3· κατόπιν τινός, Ἀριστοφ. Πλ. 13· σπανιώτατα μετ’ αἰτιατ. ὡς παρὰ Μενάνδ. Ἀδήλ. 32· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 354: ― ἀπολ. [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀκ. ἐφ’ ἁρπαγῆς ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 2. 98· ἀκολουθῶν, ὁ, ὡς οὐσιαστ., = [[ἀκόλουθος]] Ι, Μένανδ. ἐν «Κόλακι» 3. ΙΙ. μεταφ., ἀκολουθῶ τινα εἴς τι [[πρᾶγμα]], ἀφίνομαι νὰ ὁδηγηθῶ ὑπό τινος εἴς τι, τῇ γνώμῃ τινός, Θουκ. 3. 38· τοῖς πράγμασιν, τοῖς καιροῖς, ἀκολουθῶ τὰ πράγματα, κτλ., Δημ. 51. 14., 730. 18: [[ὑπακούω]], τοῖς νόμοις, Ἀνδοκ. 31. 35. 2) παρακολουθῶ τὴν συνέχειαν λόγου τινός, Πλάτ. Φαίδ. 107Β, κτλ. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ἀκολουθῶ μετά τι, [[γίνομαι]] ὡς συμπέρασμά τινος, [[συμφώνως]] [[πρός]] τι, ἀκολουθεῖν τοῖς εἰρημένοις, Πλάτ. Πολ. 332D· εὐλογίᾳ…. εὐηθείᾳ ἀκ., [[αὐτόθι]] 400Ε, πρβλ. 398D: ἀκολουθῶ τὴν ἀναλογίαν τινός, [[εἰμὶ]] [[ὅμοιος]] [[πρός]] τι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2 . 1, 3, καὶ ἀλλ. 4) ἀπολύτως, ἀκολουθεῖ, ἕπεται, Λατ. sequitur, ὁ αὐτ. Κατηγ. 12. 2. - Μόνον παρ’ Ἀττ. κωμῳδοποιοῖς καὶ πεζογράφοις· πρβλ. [[ἀκόλουθος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀκολουθήσω, <i>ao.</i> [[ἠκολούθησα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> faire route avec, accompagner, suivre, τινι ; [[οἱ]] ἀκολουθοῦντες PLUT la suite (de qqn);<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> suivre par l’intelligence : ἀκολουθεῖν [[τῷ]] λόγῳ PLAT suivre le développement d’un discours, le comprendre;<br /><b>2</b> se laisser conduire <i>ou</i> diriger par : ἀκολουθεῖν [[τῇ]] γνώμῃ τινός THC suivre l’avis de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκόλουθος]]. | |||
}} | }} |