3,273,800
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰτιολογικός''': ή ,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[διερεύνησις]] τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) [[σύνδεσμος]] [[αἰτιολογικός]], Γραμμ. | |lstext='''αἰτιολογικός''': ή ,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[διερεύνησις]] τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) [[σύνδεσμος]] [[αἰτιολογικός]], Γραμμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la recherche <i>ou</i> l’indication des causes;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> qui exprime l’idée de cause, causal <i>en parl. de certaines conjonctions;<br />Sp.</i> αἰτιολογικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτία]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} |