Anonymous

ἄκαυστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκαυστος''': -ον, ([[καίω]]) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) [[ὅστις]] ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.
|lstext='''ἄκαυστος''': -ον, ([[καίω]]) ὁ μὴ κεκαυμένος, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 13. 2) [[ὅστις]] ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ καῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4, 9, 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non brûlé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καίω]].
}}
}}