ἀκατάπαυστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάπαυστος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, [[ἀδιάλειπτος]], Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
|lstext='''ἀκατάπαυστος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, [[ἀδιάλειπτος]], Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fin ; [[ἀκατάπαυστος]] [[ἀρχή]] pouvoir à vie.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταπαύω]].
}}
}}