3,277,179
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκμή''': ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι.), ὀξὺ [[σημεῖον]], τὸ κοπτερὸν [[μέρος]] μαχαίρας, [[ἄκρα]], παροιμ. ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, εἰς κρισιμώτατον [[σημεῖον]], (ἴδε ἐν λ. [[ξυρόν]]), ἀκμὴ φασγάνου, ξίφους, ὀδόντων, Πίνδ., κτλ.· κερκίδων ἀκμαί, Σοφ. Ἀντ. 976· λόγχης [[ἀκμή]], Εὐρ. Ἱκ. 318· ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, αἱ ἄκραι ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1243· ποδοῖν ἀκμαί, οἱ πόδες, ὁ αὐτ. 1034· πυρὸς ἀκμαί, ἔμπυροι ἀκμαί, ἴδε ἐν λέξ. [[ῥῆξις]]. ΙΙ. τὸ ὕψιστον ἢ σπουδαιότατον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, τὸ [[ἄνθος]], ἡ [[ἀκμή]], τὸ ζενίθ, ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἡλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, Σοφ. Ο. Τ. 741· ἐν [[τῇδε]] τοῦ κάλλους ἀκμῇ, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13· σώματός τε καὶ φρονήσεως, Πλάτ. Πολ. 461Α· [[μέτριος]] [[χρόνος]] ἀκμῆς, ὁ αὐτ. Πολ. 460Ε· ἀκμὴ βίου, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20, κτλ.· εἰς ἀκμὴν ἐλθών, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 532· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, Ἰσοκρ. 147Α· ἀκμὴν ἔχειν, ἐπὶ σίτου, ὥριμον [[εἶναι]], Θουκ. 4. 2· τοσοῦτον τῆς ἀκμῆς ὑστερῶν Ἰσοκρ. 418D· τῆς ἀκμῆς λήγειν, [[ἀρχίζω]] νὰ [[παρακμάζω]], Πλάτ. Συμπ. 219Α: ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, ὡς: ἀ. ἦρος, ἡ ἀκμὴ τοῦ ἔαρος (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος the point of dawn), Πινδ. Π. 4. 114· ἀ. θέρους, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· ἀ. πληρώματος, ἄριστον [[πλήρωμα]] πλοίου, Θουκ. 7. 14· ἀ. τοῦ ναυτικοῦ, τὸ [[ἄνθος]] τοῦ ναυτικοῦ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 46· ἀ. τῆς δόξης, ὁ αὐτ. 2. 42· αἱ ἀκμαί, τὸ κρίσιμον [[σημεῖον]] ἀσθενείας, Ἱππ. Ἀφ. 1245: ― [[καθόλου]], [[ἰσχύς]], ζωηρότης, ἐν χειρὸς ἀκμᾷ, Πινδ. Ο. 2. 113· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ἀ. ποδῶν, ταχύτης, Πινδ. Ι. 8. (7). 83, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 370· φρενῶν, Πινδ. Ν. 3. 68· βαρὺς ἀκμᾷ, φοβερὸς κατὰ τὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. Ι. 4. 86 (3. 81): ― Περιφρασ. ὡς τὸ βία, ἀκμὰ Θησειδᾶν, Σοφ. Ο. Κ. 1061. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς τὸ [[καιρός]] = ὁ [[καιρός]], δηλ. ὁ [[κάλλιστος]], ὁ ἁρμοδιώτατος [[χρόνος]], [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ἡνίκ’ ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ’ ἀκμάς, Σοφ. Ο. Τ. 1492· ἔργων, λόγων, ἕδρας [[ἀκμή]], καιρὸς πρὸς ἔργα, λόγους, ἡσυχίαν, ὁ αὐτ. Φ. 12, Ἠλ. 22, Αἴ. 811· ― μετ’ ἀπαρεμφ., κοὐκέτ’ ἦν μέλλειν ἀκ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 407· πρβλ. Ἀγ. 1353· ἀπηλλάχθαι δ’ ἀκ. Σοφ. Ἠλ. 1338· ἐπ’ ἀκμῆς [[εἶναι]], μετ’ ἀπαρ., εἶμαι εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πράξω τι, Εὐρ. Ἑλ. 897· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 256· σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν, Ἰσοκρ. 1C: ― ἐπ’ αὐτήν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], ἔχει φθάσῃ εἰς τὸ κρίσιμον [[σημεῖον]], Δημ. 52. 7· [[ἀκμήν]] λαμβάνειν, δράττεσθαι τῆς προσηκούσης στιγμῆς, Ἰσοκρ. (ἐπιστ.), 404., Πλούτ., τὴν ὀξυτάτην ἀκ. παριέναι, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, Πλάτ. Πολ. 460Ε· πρβλ. καὶ τὸ ἑπόμ. | |lstext='''ἀκμή''': ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι.), ὀξὺ [[σημεῖον]], τὸ κοπτερὸν [[μέρος]] μαχαίρας, [[ἄκρα]], παροιμ. ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς, εἰς κρισιμώτατον [[σημεῖον]], (ἴδε ἐν λ. [[ξυρόν]]), ἀκμὴ φασγάνου, ξίφους, ὀδόντων, Πίνδ., κτλ.· κερκίδων ἀκμαί, Σοφ. Ἀντ. 976· λόγχης [[ἀκμή]], Εὐρ. Ἱκ. 318· ἀμφιδέξιοι ἀκμαί, αἱ ἄκραι ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1243· ποδοῖν ἀκμαί, οἱ πόδες, ὁ αὐτ. 1034· πυρὸς ἀκμαί, ἔμπυροι ἀκμαί, ἴδε ἐν λέξ. [[ῥῆξις]]. ΙΙ. τὸ ὕψιστον ἢ σπουδαιότατον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, τὸ [[ἄνθος]], ἡ [[ἀκμή]], τὸ ζενίθ, ἰδίως ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἡλικίας, Λατ. flos aetatis, ἀκμὴ ἥβης, Σοφ. Ο. Τ. 741· ἐν [[τῇδε]] τοῦ κάλλους ἀκμῇ, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13· σώματός τε καὶ φρονήσεως, Πλάτ. Πολ. 461Α· [[μέτριος]] [[χρόνος]] ἀκμῆς, ὁ αὐτ. Πολ. 460Ε· ἀκμὴ βίου, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 20, κτλ.· εἰς ἀκμὴν ἐλθών, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 532· ἐν ἀκμῇ [[εἶναι]] = ἀκμάζειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· ἐν αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς, Ἰσοκρ. 147Α· ἀκμὴν ἔχειν, ἐπὶ σίτου, ὥριμον [[εἶναι]], Θουκ. 4. 2· τοσοῦτον τῆς ἀκμῆς ὑστερῶν Ἰσοκρ. 418D· τῆς ἀκμῆς λήγειν, [[ἀρχίζω]] νὰ [[παρακμάζω]], Πλάτ. Συμπ. 219Α: ― ἀκολούθως κατὰ διαφόρους σχέσεις, ὡς: ἀ. ἦρος, ἡ ἀκμὴ τοῦ ἔαρος (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος the point of dawn), Πινδ. Π. 4. 114· ἀ. θέρους, τὸ [[μέσον]] τοῦ θέρους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· ἀ. πληρώματος, ἄριστον [[πλήρωμα]] πλοίου, Θουκ. 7. 14· ἀ. τοῦ ναυτικοῦ, τὸ [[ἄνθος]] τοῦ ναυτικοῦ αὐτῶν, ὁ αὐτ. 8. 46· ἀ. τῆς δόξης, ὁ αὐτ. 2. 42· αἱ ἀκμαί, τὸ κρίσιμον [[σημεῖον]] ἀσθενείας, Ἱππ. Ἀφ. 1245: ― [[καθόλου]], [[ἰσχύς]], ζωηρότης, ἐν χειρὸς ἀκμᾷ, Πινδ. Ο. 2. 113· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ἀ. ποδῶν, ταχύτης, Πινδ. Ι. 8. (7). 83, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 370· φρενῶν, Πινδ. Ν. 3. 68· βαρὺς ἀκμᾷ, φοβερὸς κατὰ τὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. Ι. 4. 86 (3. 81): ― Περιφρασ. ὡς τὸ βία, ἀκμὰ Θησειδᾶν, Σοφ. Ο. Κ. 1061. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ὡς τὸ [[καιρός]] = ὁ [[καιρός]], δηλ. ὁ [[κάλλιστος]], ὁ ἁρμοδιώτατος [[χρόνος]], [[συχν]]. παρὰ Τραγ., ἡνίκ’ ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ’ ἀκμάς, Σοφ. Ο. Τ. 1492· ἔργων, λόγων, ἕδρας [[ἀκμή]], καιρὸς πρὸς ἔργα, λόγους, ἡσυχίαν, ὁ αὐτ. Φ. 12, Ἠλ. 22, Αἴ. 811· ― μετ’ ἀπαρεμφ., κοὐκέτ’ ἦν μέλλειν ἀκ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 407· πρβλ. Ἀγ. 1353· ἀπηλλάχθαι δ’ ἀκ. Σοφ. Ἠλ. 1338· ἐπ’ ἀκμῆς [[εἶναι]], μετ’ ἀπαρ., εἶμαι εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ πράξω τι, Εὐρ. Ἑλ. 897· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 256· σοὶ μὲν ἀκμὴ φιλοσοφεῖν, Ἰσοκρ. 1C: ― ἐπ’ αὐτήν ἥκει τὴν [[ἀκμήν]], ἔχει φθάσῃ εἰς τὸ κρίσιμον [[σημεῖον]], Δημ. 52. 7· [[ἀκμήν]] λαμβάνειν, δράττεσθαι τῆς προσηκούσης στιγμῆς, Ἰσοκρ. (ἐπιστ.), 404., Πλούτ., τὴν ὀξυτάτην ἀκ. παριέναι, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, Πλάτ. Πολ. 460Ε· πρβλ. καὶ τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> partie aiguë d’un objet :<br /><b>1</b> pointe : λόγχης EUR d’une lance ; ποδοῖν SOPH la pointe des pieds ; ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς SOPH avec les deux mains;<br /><b>2</b> tranchant : ξυροῦ d’un rasoir;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> le plus haut point (de force, de puissance, <i>etc.</i>) : ἀκμὴ [[τοῦ]] βίου XÉN la force de l’âge ; ἥβης SOPH la fleur de l’âge ; [[ἐν]] αὐταῖς ταῖς ἀκμαῖς ISOCR dans la force même de l’âge ; force, puissance : χερῶν [[ἀκμή]] ESCHL vigueur des bras ; <i>périphr.</i> ἀκμὴ Θησειδᾶν SOPH les Théséides (<i>cf.</i> [[βία]]);<br /><b>2</b> le moment où la chose est à point, le moment opportun : ἀκμὴ γὰρ [[οὐ]] μακρῶν λόγων SOPH car c’est le moment d’agir, non de longs discours ; κοὐκέτ’ [[ἦν]] μέλλειν [[ἀκμή]] ESCHL ce n’était plus le moment de différer ; ἐπὶ τὴν ἀκμὴν ἥκειν DÉM être arrivé à point ; ἀκμὴν λαμβάνειν ISOCR saisir l’occasion ; ἀκμὴν διαφθείρειν PLUT laisser se passer <i>ou</i> perdre l’occasion ; <i>adv.</i> • ἀκμήν au moment même.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀκ, être aigu. | |||
}} | }} |