Anonymous

ἄκορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκορος''': -ον, [[ἀκόρεστος]]: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, [[ἀδιάκοπος]], [[εἰρεσία]], Πινδ. Π. 4. 360.
|lstext='''ἄκορος''': -ον, [[ἀκόρεστος]]: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, [[ἀδιάκοπος]], [[εἰρεσία]], Πινδ. Π. 4. 360.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insatiable, infatigable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κόρος]].
}}
}}