Anonymous

ἀκόρητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόρητος''': -ον, ([[κορέννυμι]]) = [[ἀκόρεστος]], ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. [[ἀκόρεστος]]. ΙΙ. ([[κορέω]]) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
|lstext='''ἀκόρητος''': -ον, ([[κορέννυμι]]) = [[ἀκόρεστος]], ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. [[ἀκόρεστος]]. ΙΙ. ([[κορέω]]) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />malpropre, non nettoyé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κορέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />insatiable de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κορέννυμι]].
}}
}}