Anonymous

ἀκόνιτον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόνῑτον''': τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - [[ὡσαύτως]] ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
|lstext='''ἀκόνῑτον''': τό, = τῷ ἑπομ., Λατ. aconitum, δηλητηριῶδες φυτὸν αὐξανόμενον εἰς ἀπορρῶγας βράχους (ἐν ἀκόναις), ἢ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Ἀκόναι, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 4· νῦν ὀνομάζεται «σκορπίδι» κατὰ τὸν Σιβθόρπιον· πρβλ. Sprengel Διοσκ. 4. 76, Θεοπόμπ. Ἱστ. 200: - [[ὡσαύτως]] ἀκόνῑτος, ἡ, Schneid. Νικ. Ἀλεξιφ. 42.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />aconit, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’autre étym. que l’étym. pop. ancienne, de [[ἀκονιτί]].
}}
}}